- πανήλιος
- πανήλιοςquite sunnymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανήλιος — ον, Α 1. προσήλιος, ηλιόλουστος 2. (για ημέρα) αίθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἥλιος (πρβλ. ευ ήλιος)] … Dictionary of Greek
πανηλίου — πανήλιος quite sunny masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηλίῳ — πανήλιος quite sunny masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… … Dictionary of Greek